αμεταβάπτιστος

αμεταβάπτιστος
-η, -ο και -φτιστος [μεταβαπτίζω]
αυτός που δεν ξαναβαφτίστηκε ή δεν μπορεί να ξαναβαφτιστεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”